- έκγονος
- -ο (AM ἔκγονος, -ον και ἔκγονος, -η, -ον)1. απόγονος2. ο εγγονόςαρχ.1. ως ουσ. τέκνο, παιδί κάποιου, γιος ή κόρη («Τυδέος ἔκγονός ἐσσι»)2. φρ. α) «ἔκγονοι ἐκγόνων» — παιδιά τών παιδιών, εγγόνιαβ) αυτός που προέρχεται, προκαλείται από κάπου («ὕβρεως ἔκγονος ἀδικία», «δειλίας ἔκγονος ἀργία», Πλάτ.)γ) «ἔκγονος χθονός» — αυτόχθονεςδ) δημιουργήματα καλλιτεχνών («ἔκγονα ποιητῶν», «ἔκγονα ζωγραφίας»)3. (για χρήματα) ο τόκος.
Dictionary of Greek. 2013.